- χόχλος
- χόχλος ός ο1) см. χοχλάκι(α)σμα; 2) ключ, родник
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χόχλος — χόχλος, ο και χοχλός, ο 1. κοχλασμός. 2. ανάβρυσμα νερού από πηγή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοχλός — ο, Ν [χοχλάζω] ανάβλυση νερού από πηγή … Dictionary of Greek
χόχλος — ο, Ν βλ. κόχλος (ΙΙ) … Dictionary of Greek
κόχλος — (I) ο (AM κόχλος) 1. θαλάσσιο οστρακόδερμο με κοχλιοειδές όστρακο το οποίο χρησιμοποιούνταν για παρασκευή τής πορφύρας (α. «τὰ ὀστρακόδερμα τῶν ζῴων, οἷον οἵ τε κοχλίαι καὶ οἱ κόχλοι,... ὁμοίως ἔχει τοῑς μαλακοστράκοις», Αριστοτ. β. «κόχλους δὲ… … Dictionary of Greek